- πληθύνω
- ΝΜΑ 1. πληθαίνω, πολλαπλασιάζω, αυξάνω κάτι ως προς τον αριθμό2. (αμτβ.) αυξάνομαι, πολλαπλασιάζομαι (α. «οι στάνες να πληθύνουν» β. «ἐπλήθυνεν ὁ λαὸς καὶ ἴσχυε σφόδρα», ΠΔ)3. μέσ. πληθύνομαιαυξάνομαι (α. «πληθύνονται τα προβλήματα» β. «αύξάνεσθε καὶ πληθύνεσθε» ΠΔ)αρχ.1. μέσ. καθιερώνω με πλειοψηφία, αποφασίζω2. γραμμ. κλίνομαι στον πληθυντικό αριθμό3. φρ. «τὸ δικαστήριον πληθυνέσθω» — ας συμπληρωθεί το δικαστήριο.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. τής μέσ. φωνής πληθύνομαι έχει πιθ. σχηματιστεί από το πλήθος κατά το μηκύνομαι, ενώ ο ενεργ. τ. πληθύνω είναι μτγν. (βλ. και πληθύς)].
Dictionary of Greek. 2013.